- ορφανεμένος
- η , ο осиротелый
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Πρίγκος, Ιωάννης — (Zαγορά Πηλίου 1725; – 1789). Φιλογενής έμπορος, βιβλιόφιλος και ευεργέτης της γενέτειράς του. Πρόωρα ορφανεμένος και σχεδόν αγράμματος, επιδόθηκε στο μικρεμπόριο στα κοντινά λιμάνια της Ανατολής: Αλεξάνδρεια (1740), Βενετία, Σμύρνη. Στο μεταξύ… … Dictionary of Greek
ορφανεύω — ορφανεύω, ορφάνεψα, ορφανεμένος βλ. πίν. 17 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ορφανεύω — ορφάνεψα, ορφανεμένος, αμτβ. 1. χάνω τον ένα ή και τους δύο γονείς μου. 2. δεν έχω προστάτη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)